- προωστήρας
- ο, Ντεχνολ. μηχανικό μέσο ενός κινητού με το οποίο προκαλείται η πρόωσή του, όπως είναι οι έλικες τών πλοίων και τών αεροσκαφών, οι αεριοστρόβιλοι τών αεριωθούμενων αεροπλάνων, οι πύραυλοι τών βλημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προωθώ (πρβλ. πρόωσ-η) + επίθημα -τήρας (πρβλ. κινη-τήρας). Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. propulseur και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. προωστήρ, από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.