προωστήρας

προωστήρας
ο, Ν
τεχνολ. μηχανικό μέσο ενός κινητού με το οποίο προκαλείται η πρόωσή του, όπως είναι οι έλικες τών πλοίων και τών αεροσκαφών, οι αεριοστρόβιλοι τών αεριωθούμενων αεροπλάνων, οι πύραυλοι τών βλημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προωθώ (πρβλ. πρόωσ-η) + επίθημα -τήρας (πρβλ. κινη-τήρας). Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. propulseur και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. προωστήρ, από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προωστικός — ή, ό / προωστικός, ή, όν, ΝΑ [προωθῶ] νεοελλ. 1. ο κατάλληλος για πρόωση ή αυτός που προκαλεί πρόωση, προωστήριος 2. φρ. α) «προωστικό όργανο» τεχνολ. ο προωστήρας β) «απόδοση προωστικού οργάνου» (μηχανολ.) ο λόγος τής αναπτυσσόμενης από το… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”